- πυρόλυση
- Η διάσπαση μιας ένωσης σε άλλες ενώσεις, η οποία προκαλείται με την επενέργεια της θερμότητας. Η π. χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία και κυρίως στη θερμική κατεργασία των πετρελαίων, όπου παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό και τεχνικό ενδιαφέρον. Με την π. επιτυγχάνεται η παρασκευή ελαφρών κυρίως προϊόντων (βενζίνης, φωτιστικού πετρελαίου) από βαρύτερα προϊόντα, ανάλογα με τις ανάγκες της κατανάλωσης. Η μέθοδος της π. παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την καθαρά θεωρητική χημική πλευρά, εξαιτίας του πλήθους των χημικών αντιδράσεων πολυμερισμού, ισομερισμού και διάσπασης που παρατηρούνται στη μέθοδο αυτή. Οι παράγοντες που επιδρούν κυρίως στις χημικές αντιδράσεις της π. και συντελούν στην εμφάνιση φαινομένων πολυμερισμού, ισομερισμού και διάσπασης, είναι η θερμότητα, η πίεση και η επίδραση του χρόνου. Η θερμική π., που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από το 1910 έως το 1920, χρησιμοποιεί μια σωληνοειδή κάμινο, όπου συγκεντρώνεται το προϊόν στην πρέπουσα θερμοκρασία, η οποία φτάνει τους 500°C, με πίεση 20 ατμοσφαιρών, όταν πρόκειται για ένα αεριέλαιο. Η κάμινος αυτή συνδέεται με έναν θάλαμο μέσα στον οποίο συμπληρώνονται οι μοριακοί συνδυασμοί. Η μέθοδος αυτή αντικαταστάθηκε τώρα από την καταλυτική π., που είναι σε χρήση από το 1930 και εφευρέθηκε από τον Γάλλο Ε. Ουντρί. Χάρη στην παρουσία ενός καταλύτη, η π. πραγματοποιείται στον θάλαμο της αντίδρασης σε πολύ χαμηλότερη πίεση. Το κοκ που σχηματίζεται στη διάρκεια των αντιδράσεων κάθεται στους κόκκους του καταλύτη και απομακρύνεται με τη βοήθεια καύσης στη συσκευή αναγέννησης. Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη μέθοδο, η π. των προϊόντων του πετρελαίου γίνεται παρουσία υδρατμών, οπότε παράγονται ελαφρές ολεφίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην πετροχημεία.
* * *και πυρολυσία, η, Ν(χημ.-τεχνολ.) σύνολο επεξεργασιών μετατροπής που μετασχηματίζουν, υπό την επίδραση τής θερμοκρασίας και ενδεχομένως ενός καταλύτη, τους περιεχόμενους σε ένα πετρελαϊκό κλάσμα κορεσμένους υδρογονάνθρακες σε ελαφρύτερους υδρογονάνθρακες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως καύσιμα ή ως ενδιάμεσα χημικά προϊόντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrolysis < pyro- (< πυρ) + -lysis (< λύση < λύω)].
Dictionary of Greek. 2013.